- ορυκτολογικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορυκτολογία2. φρ. «ορυκτολογικός πλούτος» — ο ορυκτός πλούτος.επίρρ...ορυκτολογικώςμε ορυκτολογικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ορυκτολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Δ. Αλεξανδρίδη].
Dictionary of Greek. 2013.